Στη σημαντικότητα των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ τόσο για την περαιτέρω ανάπτυξη της περιοχής, όσο και για ολόκληρη τη χώρα, αναφέρεται ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας Γιώργος Δακής σε υπόμνημα που απέστειλε στον επίτροπο ανταγωνισμού Joaquin Almunia και στον Έλληνα Υπουργό Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής Γιώργο Παπακωνσταντίνου.
Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Δακής “η πώληση λιγνιτικών μονάδων αποτελεί μείζον ζήτημα για τη Δυτική Μακεδονία καθώς το διακύβευμα για την περιοχή μας και ιδιαίτερα για τη νέα γενιά είναι περισσότερο από υψηλό.
Ως Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, έχουμε υποχρέωση και δικαίωμα να διασφαλίζουμε τα έννομα συμφέροντα της τοπικής κοινωνίας.
Έχουμε κάθε δικαίωμα και απαιτούμε ξεκάθαρες πολιτικές, διαφάνεια και πρωτίστως θεσμική παρουσία στις διεργασίες που θα καθορίσουν το ενεργειακό τοπίο στη Δυτική Μακεδονία”.
Ακολουθεί το υπόμνημα του Περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας Γιώργου Δακή που απέστειλε στον επίτροπο ανταγωνισμού Joaquin Almunia και στον Έλληνα Υπουργό Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής Γιώργο Παπακωνσταντίνου.
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Θέμα: Διαδικασίες πώλησης λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ Α.Ε.
Ξεκινώντας πριν από 60 περίπου χρόνια η λιγνιτική βιομηχανία της Δυτικής Μακεδονίας προσέφερε και προσφέρει τα μέγιστα στην ελληνική οικονομία, μετατρέποντας τα λιγνιτικά της αποθέματα σε ηλεκτρική ενέργεια, η αξία της οποίας ξεπερνά σωρευτικά τα 50 δις ευρώ.
Βασικό πυλώνα του όλου εγχειρήματος αποτέλεσε η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), στην οποία και δόθηκε αποκλειστική πρόσβαση στα αποθέματα λιγνίτη και στους υδάτινους πόρους, με συγκεκριμένες όμως υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο Συμφέρον. Επρόκειτο για ένα νομικά τεκμηριωμένο αντάλλαγμα, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο στρατηγικός και αναπτυξιακά καθοριστικός ρόλος της ηλεκτροπαραγωγής.
Κατά συνέπεια, βεβαίως και δόθηκε αποκλειστική πρόσβαση στη ΔΕΗ στα αποθέματα λιγνίτη αλλά, υποχρεώθηκε η ΔΕΗ να παρέχει καθολική, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, εφοδιαστικά ασφαλή και οικονομικά προσιτή ηλεκτρική ενέργεια στο σύνολο των ελλήνων καταναλωτών. Οι λιγνίτες δεν χαρίσθηκαν στη ΔΕΗ, αλλά εκχωρήθηκαν με συγκεκριμένες υποχρεώσεις, νομικά αποτυπωμένες από την πλευρά του Ελληνικού Κράτους. Στρατηγικά ορθές, πολιτικά ρεαλιστικές και εκ του αποτελέσματος πετυχημένες πρακτικές αναφορικά με την τότε προφανή αναγκαιότητα εξηλεκτρισμού της Ελλάδας. Στη λογική αυτή δημιουργήθηκε και γιγαντώθηκε η κρατική ΔΕΗ.
Σήμερα, προκειμένου να επιτευχθεί ένας αποδεκτός βαθμός απελευθέρωσης της εγχώριας χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η Ελληνική Κυβέρνηση έχει δρομολογήσει διαδικασίες πώλησης σημαντικού μέρους των λιγνιτικών μονάδων της Δυτικής Μακεδονίας. Παράλληλα, δύο επιπλέον μονάδες της περιοχής μας θα προσφέρονται στην αγορά για ανταλλαγές ισχύος με τη διαδικασία των Swap Drawing Rights Agreements.
Οδηγούμαστε, δυστυχώς, με συνοπτικές διαδικασίες σε καθεστώς «Divestment Businesses» μη γνωρίζοντας τους όρους, τις απαιτήσεις, τις υποχρεώσεις, τις προοπτικές και τις εκατέρωθεν δεσμεύσεις του όλου εγχειρήματος που σχετίζεται με την πώληση των προαναφερόμενων λιγνιτικών μονάδων. Και αυτό είναι τουλάχιστον ανησυχητικό.
Η λιγνιτική βιομηχανία στη Δυτική Μακεδονία απασχολεί σχεδόν 9000 άμεσα και έμμεσα εργαζόμενους, συμβάλλει περισσότερο από το 25% στο περιφερειακό ΑΕΠ, σχετίζεται με δράσεις περιβαλλοντικής προστασίας και αποκαταστάσεων μεγάλης κλίμακας. Αφορά στην αξιοπιστία τροφοδοσίας των δικτύων τηλεθέρμανσης τριών μεγάλων αστικών κέντρων της περιοχή μας. Αφορά στο μοναδικό για τη Χώρα μας φαινόμενο της αναγκαστικής μετεγκατάστασης ανθρώπων, εν καιρώ ειρήνης, ακριβώς λόγω της εκμετάλλευσης των υποκείμενων λιγνιτικών κοιτασμάτων. Οι νέες αναγκαστικές μετεγκαταστάσεις οικισμών θα δρομολογηθούν άμεσα, δεδομένου ότι οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις έχουν ήδη δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Επιπλέον, η λιγνιτική βιομηχανία της περιοχής μας σχετίζεται με την αποκατάσταση των εξαντλημένων ορυχείων, την επαναπόδωση των εδαφών στην τοπική κοινωνία, το ανταποδοτικό τέλος λιγνίτη και την αποκτηθείσα τεχνογνωσία στον τομέα των ενεργειακών τεχνολογιών. Σχετίζεται μεσο-μακροπρόθεσμα με την υιοθέτηση των βέλτιστων διαθέσιμων πρακτικών αναφορικά με την απόσυρση (decommissioning) των υπέργηρων μονάδων και τις σημαντικές οικονομικές απαιτήσεις και διαδικασίες που αυτές προϋποθέτουν για το μέλλον.
Παράλληλα, η εισαγωγή ανταγωνιστικών καυσίμων στο εθνικό ενεργειακό μίγμα, οι συνεχώς αυστηρότεροι περιβαλλοντικοί περιορισμοί και η νομοτελειακή εξάντληση των λιγνιτικών αποθεμάτων μέσα στις επόμενες δεκαετίες απαιτούν την αναζήτηση εναλλακτικών αναπτυξιακών διεξόδων για την περιοχή μας, αξιοποιώντας την υψηλή προστιθέμενη αξία που συνοδεύει τη λιγνιτική βιομηχανία ως γέφυρα μετάβασης σε μια οικονομία της Γνώσης και της Καινοτομίας.
Όμως, ως αιρετή Περιφερειακή Αρχή διατηρούμε σοβαρό προβληματισμό για το αν θα υπάρξουν τα απαραίτητα εχέγγυα, ώστε κάτω από το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς όλα αυτά να τα συζητήσουμε, να τα διαπραγματευτούμε και να τα υλοποιήσουμε με σοβαρούς και αξιόπιστους συνομιλητές. Θα ήταν πραγματικά τραγικό να διαπραγματευτούμε το μέλλον μας με απρόσωπα και ενδεχομένως καιροσκοπικώς ορμώμενα ιδιωτικά επενδυτικά σχήματα. Το διακύβευμα για την περιοχή μας και ιδιαίτερα για τη νέα γενιά είναι περισσότερο από υψηλό.
Από την άλλη πλευρά, η απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, των «κλειστών» επαγγελμάτων και όλων των επιχειρηματικών κλάδων και υποδομών που ενδεχομένως θα ακολουθήσουν, προφανέστατα έχουν εθνική εμβέλεια και δεν «στοχοποιούν» μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Τηρουμένων των αναλογιών και των δια-περιφερειακών ανισοτήτων, όλες οι Περιφέρειες της Ελλάδας θα βιώσουν ίδιες ή παρεμφερείς προκλήσεις προσαρμογής στα νέα δεδομένα και στις αναδυόμενες απαιτήσεις.
Αντίθετα, η σχεδιαζόμενη πώληση λιγνιτικών μονάδων έχει οριοθετημένη και συγκεκριμένη χωρική εφαρμογή. Στοχοποιείται κυρίαρχα η Δυτική Μακεδονία και σε μικρότερο βαθμό βέβαια η Περιφέρεια Πελοποννήσου, όπου επίσης λειτουργούν λιγνιτικές μονάδες μικρότερης συνολικής εγκατεστημένης ισχύος. Επιπλέον, αναδύονται εύλογα ερωτήματα για το πώς θα κλιμακωθεί η περαιτέρω πορεία απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη Χώρα μας στην περίπτωση που αποβεί άγονη η διαδικασία πώλησης των λιγνιτικών μονάδων.
Θεωρούμε αυτονόητο ότι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της εθνικής μας ενεργειακής πολιτικής είναι ευθύνη της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Όμως, ως Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας έχουμε υποχρέωση και δικαίωμα να διασφαλίζουμε τα έννομα συμφέροντα της τοπικής κοινωνίας.
Έχουμε κάθε δικαίωμα να απαιτούμε ξεκάθαρες πολιτικές, διαφάνεια και πρωτίστως, θεσμική παρουσία στις διεργασίες που θα καθορίσουν το ενεργειακό τοπίο στη Δυτική Μακεδονία.
Ακόμη και στις σημερινές πολύ δύσκολες συνθήκες, έχουμε κάθε δικαίωμα να συν-διαμορφώνουμε το μέλλον μας.
Με εκτίμηση,
Ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας
Γεώργιος Δακής