Εκδήλωση αφιερωμένη στην εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821 με ομιλητή το Νίκο Μέρτζο πραγματοποιήθηκε την Κυριακή στα Σέρβια

Δελτία Τύπου Ενημέρωση

Εκδήλωση αφιερωμένη στην εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821 με ομιλητή το Νίκο Μέρτζο πραγματοποιήθηκε την Κυριακή στα Σέρβια

Πανηγυρική εκδήλωση αφιερωμένη στην εθνική επέτειο της Εθνεγερσίας διοργάνωσε ο Μορφωτικός Όμιλος των Σερβίων «Τα Κάστρα», την Κυριακή 27 Μαρτίου 2011, στην αίθουσα Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου.

Παρέστησαν ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας Γιώργος Δακής, ο Αντιπεριφερειάρχης Γιάννης Σόκουτης, εκπρόσωποι των τοπικών αρχών και πλήθος πολιτών.

Ομιλητής της ημέρας ήταν ο Δυτικομακεδόνας Πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Νίκος Ι. Μέρτζος, τον οποίον παρουσίασαν στο κοινό με θερμά λόγια η Πρόεδρος του Ομίλου Χρυσάνθη Καραγιαννίδου και ο Περιφερειάρχης Γιώργος Δακής.

Την κατανυκτική εκδήλωση έκλεισε η εξαιρετική μουσική ομάδα και χορωδία των μαθητών του Γυμνασίου.

Ο κ. Μέρτζος στην ομιλία του αναφέρθηκε στους συνεχείς αγώνες και τις αιματηρές θυσίες των Μακεδόνων για την ελευθερία από την Άλωση μέχρι και την Εθνεγερσία του Εικοσιένα. Αντλώντας πληροφορίες από τις ιστορικές πηγές της εποχής εξιστόρησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο των Μακεδόνων, ιδιαίτερα των Δυτικομακεδόνων, τόσο στο πλευρό του Ρήγα Βελεστινλή όσο και κατά το επαναστατικό κίνημα του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ημενομίες.

Ακόμη πιο σημαντικό, έδειξε ότι στη συνέχεια οι Μακεδόνες, με τα επαναστατικά τους κινήματα και τα ολοκαυτώματά τους στη Χαλκιδική τον Μάιο 1821 και, μετά, στη Νάουσα τον Απρίλιο 1822, συγκράτησαν τις δύο μεγάλες στρατιές που ο Σουλτάνος έστειλε από την Ανατολή για να καταπνίξουν την Επανάσταση των Ελλήνων στη Ρούμελη και στον Μοριά επειδή το Αιγαίο είχαν αποκλείσει τα ελληνικά καράβια.

Έτσι η Μακεδονία αναδείχθηκε ακόμη μια φορά Ελλάδος πρόφραγμα όπως αναφέρει ήδη τον 2ο π.Χ. αιώνα στην Ιστορία του ο Πολύβιος.

Χάρισε στους Ρουμελιώτες και Μοραΐτες αδελφούς της τον πολύτιμο κρίσιμο για να κερδίσουν τον Ιερό Αγώνα. Αλλά, αυτό το μακεδονικό φιλί της ζωής στο θαύμα του Εικοσιένα κόστισε πολύ ακριβά στη Μακεδονία.

Οι δύο αλλεπάλληλες στρατιές των Οθωμανών υπό τον Μπαϊράμ πασά και τον Μεχμέτ Εμίν Εμπού Λουμπούτ πασά αφάνισαν από προσώπου της γης περισσότερα από 160 χωριά από την Έδεσσα μέχρι την Κατερίνη, από τη Ρεντίνα μέχρι τη Θεσσαλονίκη, και από τη Χαλκιδική μέχρι την ηρωική Νάουσα.

Έκαψαν όλα τα σπίτια, έσφαξαν όλους τους άνδρες και πούλησαν όλα τα γυναικόπαιδα στα σκλαβοπάζαρα. Οι επίσημες αναφορές των δύο πασάδων είναι συγκλονιστικές. Το τελικό, όμως, αποτέλεσμα ήταν ότι μέχρι και τον Ιούλιο του 1822 η στρατιά του Μεχμέτ Εμίν πασά παρέμεινε καθηλωμένη στη Μακεδονία.

Μετά τέτοιες θυσίες και εθνική προσφορά, οι Μακεδόνες πολεμιστές κατήλθαν στην μαχόμενη Νότιο Ελλάδα όπου πολέμησαν σε όλες τις μάχες μέχρι το τέλος του αγώνα. Έπεσαν στο Μεσολόγγι και στα Ψαρά.

Ακολουθεί η ομιλία του Προέδρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Νίκου Ι. Μέρτζου.

ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

Όταν έπεσε ο Πόλη, οι Μακεδόνες όχι μόνο διατήρησαν την πίστη τους αλλά διατήρησαν και τα όπλα τους στα άγρια βουνά.

Έτσι, ταυτόχρονα σχεδόν με την ολοκλήρωση της κατάκτησης, το 1458, πέντε μόλις χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως οι Οθωμανοί δυνάστες υποχρεώθηκαν από τα πράγματα να αναγνωρίσουν επίσημα τα πρώτα αρματολίκια στ’ Άγραφα και στην Πίνδο, όπου συναντώνται η Μακεδονία η Ήπειρος και η Θεσσαλία.

Την μαρτυρία καταθέτει ο Αραβαντινός από παλαιότερα χρονικά. Ως το 1537, όπως αναφέρει ο καθηγητής της Ιστορίας Απόστολος Βακαλόπουλος, είχαν αναγνωρισθεί από την Υψηλή Πύλη πέντε αρματολίκια, στη Δυτική ιδίως Μακεδονία:

τα αρματολίκια Σερβίων, Ελασσόνος, Μηλιάς Ολύμπου, Γρεβενών και Βεροίας. Έτσι οι πρώτοι ένοπλοι Έλληνες είναι οι Μακεδόνες.

Η Μακεδονία αποτελούσε νευραλγικό στρατηγικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γιατί γεφύρωνε την Ανατολή με τη Δύση, τον Βορρά με τις ζεστές θάλασσες, και ήταν όρος υπάρξεως για την κυριαρχία του Σουλτάνου.

Όταν η Μακεδονία απελευθερώθηκε, η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε.Τα απελευθερωτικά κινήματα των Μακεδόνων δεν σταμάτησαν ποτέ, όπως άλλωστε και όλων των άλλων αδελφών Ελλήνων.

Στα 1571 δημιουργείται στη Δύση η πρώτη Ιερή Συμμαχία, η Σάκρα Λίγκα, από τον Πάπα της Ρώμης, την κραταιά Δημοκρατία της Βενετίας και την τότε κοσμοκράτειρα της Δύσης Ισπανία.

Ο Δον Χουάν ο Αυστριακός καταστρέφει τον τουρκικό στόλο στη ναυμαχία του Λεπάντε, δηλαδή της Ναυπάκτου. Και αμέσως παίρνουν τα όπλα οι Μακεδόνες. Στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες, στη Χαλκιδική και στο Άγιον Όρος πραγματοποιείται εξέγερση.

Επακολουθεί γενική σφαγή του μακεδονικού Ελληνισμού και διαρπαγή του Αγίου Όρους. Τα σχετικά χρονικά της εποχής, πριν τετρακόσια χρόνια, αναφέρουν ότι σφάχτηκαν 30.000 Μακεδόνες.

Ο Έλληνας Αρχιεπίσκοπος Αχριδών Αθανάσιος και οι επίσκοποι Βελεσσών, Βελεγράδων και Καστοριάς καλούν τον νικητή της Ναυπάκτου Δον Χουάν να αποβιβασθεί στη Μακεδονία και Ήπειρο.

Εκατό χρόνια μετά, το 1661, ο γνωστός Τούρκος περιηγητής και συγγραφέας Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει ότι στο Σαρή Γκιολ, στην περιοχή της Πτολεμαΐδας, δρούσε ο φοβερός Μακεδόνας κλέφτης Πάνος, που ταυτίζεται με τον θρυλικό Πάνο Μεϊντάνη.

Την ίδια εποχή, τον 17ο αιώνα, ξεσπά ο πόλεμος Βενετίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο Ενετός στρατηγός Μοροζίνι αποβιβάζεται στη Θάσο και κτυπάει το κάστρο της Καβάλας, πάλι ξεσηκώνονται οι Μακεδόνες.

Τα τουρκικά ιστορικά έγγραφα αναφέρουν τρεις εξεγέρσεις Μακεδόνων. Πρώτα το 1646 οι κλέφτες της Δυτικής Μακεδονίας κτυπούν τη Φλώρινα και το Μοναστήρι.

Μετά, το 1684 περίπου ξεχύνονται στους κάμπους από το Βέρμιο και τα Πιέρια. Τέλος, όταν στα 1689 ο στρατός των Αψβούργων προελαύνει μέχρι τα Βελεσσά της Βόρειας Μακεδονίας, εξεγείρονται οι δικοί μας πάλι στο Μοναστήρι, στη Φλώρινα, στην Αχρίδα, στο Μορίχοβο.

Στις αρχές του 18ου αιώνα, γύρω στα 1700 με 1730, η Μακεδονία υφίσταται τις λεηλασίες των Τούρκων λιποτακτών και των Γκέγκηδων μπέηδων.

Οι Μακεδόνες δίδουν σκληρό αγώνα εναντίον τους στην Κοζάνη, την Καστοριά, την Αχρίδα, το Μοναστήρι, την Έδεσσα, τα Καϊλάρια. Στα 1711 ξεσπά ρωσοτουρκικός πόλεμος, επαναστατεί η Νάουσα και σημειώνονται συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών μέσα και γύρω από τη Θεσσαλονίκη.

Το 1763 κατέρχεται στην Ελλάδα από την Αγία Πετρούπολη ο Σιατιστινός Γεώργιος Παπαζώλης, έμπιστος της Τσαρίνας Μεγάλης Αικατερίνης και λοχαγός της ανακτορικής φρουράς της, που επί πέντε χρόνια οργανώνει επανάσταση των Ελλήνων από τη Μακεδονία και την Ήπειρο μέχρι το Μοριά με ταυτόχρονη εισβολή ρωσικών δυνάμεων.

Το 1770 ο Παπαζώλης καταπλέει στη Μάνη με δύο μοίρες του ρωσικού στόλου υπό τους αδελφούς Φιοντόρ και Αλεξέϊ Ορλώφ. Ξεσηκώνονται τα νησιά του Αιγαίου, ο Μοριάς, η Ρούμελη. Η Μακεδονία επαναστατεί.

Την σαρώνουν επαναστατικά ανταρτικά σώματα κλεφτών και αρματολών Μακεδόνων, με επικεφαλής τους τον θρυλικό Ζιάκα στα Γρεβενά, τον Ζήτρο και τον Λάζο στον Όλυμπο, τον γερο-Βλαχάβα στα Χάσια.

Εξαπολύονται νέες σφαγές από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας μέχρι την Έδεσσα της Μακεδονίας.

Λίγο χρόνο αργότερα, το 1790, φτάνει στο Αιγαίο νέος ρωσικός στόλος με επικεφαλής τον Λάμπρο Κατσώνη, έμπιστο της Τσαρίνας Μεγάλης Αικατερίνης και του Ορλώφ, που διενεργεί αποβάσεις στα παράλια του Θερμαϊκού από το Λιτόχωρο μέχρι τα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης.

Επτά χρόνια αργότερα, το 1797, εισβάλλει στη Μακεδονία ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων.

Έχει αποσπάσει από την Υψηλή Πύλη ταυτόχρονα τα αξιώματα του Ρούμελη Βαλεσή και του Γενικού Επιθεωρητού του Δερβενίων, Ντερβενέτ Ναζίρ, με εξουσία σε όλες τις κλεισούρες των αρματολών. Έτσι υποτάσσει όλους τους άλλους πασάδες, κυριεύοντας τις πόλεις τους. Κτυπάει την Κοζάνη και τη Νάουσα, που ανθίστανται σκληρά αλλά πέφτουν. Λέει το Δημοτικό Τραγούδι:

Βάστα, καημένη Νιάουστα, τ’ Αλή πασιά τ’ ασκέρι.

Οι επαναστατικές ταραχές πνίγονται στο αίμα των Μακεδόνων καθ’ όλο τον 18ο αιώνα. Αφανίζεται η Μοσχόπολη το 1769, που είχε ιδρύσει το πρώτο τυπογραφείο -ελληνικό φυσικά- στα Βαλκάνια.

Τα κύματα της μακεδονικής προσφυγιάς φτάνουν μέχρι την Κωνσταντινούπολη και, γι’ αυτό ο Σουλτάνος με φιρμάνι του προς τους πασάδες και στον Ρούμελη Βαλεσή διατάζει να επιβληθεί ειρήνη και να συγκρατηθεί ο πληθυσμός στη Μακεδονία.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, το 1806, εκρήγνυται νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος. Πάλι οι Μακεδόνες ρίχνονται στον αγώνα με εστία τον Όλυμπο και την Ανατολική Μακεδονία.

Οι περιώνυμοι Μακεδόνες οπλαρχηγοί του Ολύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας κατεβαίνουν απ’ τα βουνά, αρματώνουν καράβια και γίνονται κουρσάροι στον Θερμαϊκό και στο Βόρειο Αιγαίο.

Είναι οι Λαζαίοι, η φάρα του παπα-Θύμιου Βλαχάβα, ο τρομερός Νικοτσάρας και ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα. Την ίδια εποχή χαλάστηκαν στο Μοριά οι Κολοκοτρωναίοι και ο Θεοδωράκης Κολοκοτρώνης, ο μετέπειτα θρυλικός Γέρος του Μοριά, διασώζεται και καταφεύγει στους αδελφούς του Βλάχους Μακεδόνες στον γερο-Όλυμπο, απ’ όπου για μερικά χρόνια επιδίδεται σε θαλασσομαχίες σαν κουρσάρος με τα μακεδονίτικα κουρσάρικα καράβια.

Έτσι η Μακεδονία περιθάλπει αυτόν που επέπρωτο να αναδειχθεί με το σπαθί του και το ήθος ο Αρχιστράτηγος του Εικοσιένα.

Το γεγονός παραλείπεται συστηματικά αλλά είναι απόλυτα βεβαιωμένο. Τα κατορθώματά τους εξυμνεί το Δημοτικό Τραγούδι στα χείλη όλων των Ελλήνων:

Μαύρο καράβι αρμένιζε, μαύρο σαν καλιακούδα.

Καράβι, ρίξε τα πανιά, προσκύνα το Σουλτάνο.

Εγώ ‘μ’ ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα,

ουδέ τα ρίχνω τα πανιά ουδέ Τούρκο προσκυνάω…

Ο Νικοτσάρας αποβιβάζεται στον Σταυρό της Χαλκιδικής και προελαύνει, μέσα από την Τουρκιά, προς τη Νιγρίτα και τη Ζίχνα έξω από τις Σέρρες με προορισμό να διασχίσει όλη τη Μακεδονία και τη Βαλκανική, να φτάσει στις ηγεμονίες της Βλαχίας πάνω από τον Δούναβη και να ενωθεί με τον προελαύνοντα ρωσικό στρατό.

Τον αντιμετωπίζουν 8.000 Τουρκαλβανοί με τον Ισμαήλ μπέη των Σερρών, αλλά ο Νικοτσάρας με νυκτερινή έφοδο κάνει γιουρούσι και σπάζει τις γραμμές τους με το σπαθί στο χέρι. Ο Λαός τον τραγουδάει:

Τι έχουν της Ζίχνας τα βουνά κι είναι μαυροντυμένα;

Μήνα άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;

Μηδ’ άνεμος τα πολεμά, μηδέ βροχή τα δέρνει.

Ο Νικοτσάρας πολεμά…

Στο έμπα χίλιους έσφαξε, στο έβγα δυο χιλιάδες…

Ο Νικοτσάρας ξεφεύγει στο Άγιον Όρος και από κει, με κουρσάρικο μακεδονίτικο καράβι, στο Λιτόχωρο της Μακεδονίας στα ριζά του Ολύμπου, όπου όμως τον Ιούνιο του 1806 πέφτει σε χωσιά, σε ενέδρα, και σκοτώνεται. Οι σύντροφοί του τον παίρνουν και τον θάβουν στη Σκιάθο.

Ο σύντροφος του Νικοτσάρα παπα-Θύμιος Βλαχάβας συνεχίζει τον αγώνα θυελλώδης μέχρι το 1808 σε συνεννόηση με τους Ρώσους και με τον Καραγεώργη της Σερβίας, με τον οποίον ο μεγάλος Μακεδόνας οπλαρχηγός Γεωργάκης Ολύμπιος, είναι σταυραδέλφια. Τελικά, μετά λαμπρές νίκες, ο Βλαχάβας πέφτει στα χέρια του Αλή πασά και εκτελείται με μαρτυρικό θάνατο στα Γιάννενα.

Το Εικοσιένα είχε φτάσει πια. Καλός Σπορεύς της Εθνεγερσίας είναι ο Ρήγας Φεραίος ο Βελεστινλής.

Κατάγεται κι αυτός από μακεδονική φύτρα, από το Περιβόλι της Πίνδου, απ’ όπου η φαμίλια του είχε μεταναστεύσει στο Βελεστίνο.

Στη Βιέννη, αυτοκρατορική πρωτεύουσα των Αψβούργων, όπου ανθούν οι Μακεδόνες έμποροι και τραπεζίτες, αδελφοί Μαρκίδαι Πούλιου Γεώργιος και Πόπλιος εκδίδουν την πρώτη στην Ιστορία ελληνική εφημερίδα με τον τίτλο Εφημερίς και τα φλογερά επαναστατικά κηρύγματα του Ρήγα, τον Θούριο και τη Χάρτα. Εξώφυλλο της Χάρτας και έμβλημα της Εθνεγερσίας ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μακεδών.

Μακεδόνες επίσης είναι οι πιο στενοί σύντροφοι του Ρήγα. Τον ακολουθούν πιστά στον θάνατο οι αδελφοί Ιωάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ από την Καστοριά και ο Θεοχάρης Τουρούντζιας από τη Σιάτιστα.

Ανακρινόμενος, μαζί με τον Ρήγα και όλους τους συνεργάτες του, στη Βιέννη ο Ιωάννης Εμμανουήλ, μόλις 24 χρονών, φοιτητής της Ιατρικής, εγείρεται και λέει στους Αυστριακούς ανακριτές του, σύμφωνα με την αναφορά του ιστορικού της Επαναστάσεως Σπυρίδωνος Λάμπρου:

Αποσκοπώ όντως εις επανάστασιν εν Ελλάδι και διά τούτον τον λόγον η επαναστατική προκήρυξις του Ρήγα με ευηρέστησε μεγάλως, επειδή την απελευθέρωσιν της Ελλάδος επιθυμώ εκ βάθους της καρδίας μου.

Οι Αυστριακοί τους παραδίδουν μαζί με τον Ρήγα στους Οθωμανούς, που τους στραγγαλίζουν στο φρούριο Νεμπόϊτσα του Βελιγραδίου.

Μαζί τους εκτελείται και ο σύντροφος του Ρήγα Ιωάννης Καρατζάς από την Κύπρο- αιμάτινος αρραβώνας της μαρτυρικής Κύπρου με τη Μητέρα Ελλάδα.

Άλλοι τέσσερις Μακεδόνες σύντροφοι του Ρήγα δεν παραδίδονται στους Οθωμανούς αλλά εκτοπίζονται, επειδή είναι υπήκοοι της Αυστρουγγαρίας: ο Γεώργιος Πούλιος και ο Κωνσταντίνος Δούκας από τη Σιάτιστα, ο Γεώργιος Θεοχάρης από την Καστοριά και ο Κωνσταντίνος Τούλιος από την Πέστη.

Τα γεγονότα έχουν πάρει τον δρόμο τους -τον δρόμο της Ιστορίας.

Στις 18 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, υπασπιστής του Τσάρου, διαπλέει τον Προύθο και φτάνει στο Ιάσιο της Μολδαβίας, όπου υψώνει τη σημαία της Επαναστάσεως από τον εξώστη του αρχοντικού που ανήκει στον Μακεδόνα Κωνσταντίνο Μπέλλιο, βαρώνο από το Μπλάτσι της Δυτικής Μακεδονίας.

Υπασπιστής του Αλεξάνδρου Υψηλάντη είναι ο Γεώργιος Λασσάνης από την Κοζάνη. Αρχηγοί των επαναστατικών ελληνικών δυνάμεων υπό τον Υψηλάντη είναι δύο φημισμένοι Μακεδόνες πολέμαρχοι:

ο Γεωργάκης Ολύμπιος από το Λιβάδι του Ολύμπου και ο Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι.

Στο Δραγατσάνι παρατάσσεται ο Ιερός Λόχος με διοικητή τον χιλίαρχο Γ.Λασσάνη. Τον απαρτίζουν έφηβοι Έλληνες, κατά το πλείστον Μακεδόνες, όλοι φοιτητές στις ελληνικές Ηγεμονικές Ακαδημίες του Βουκουρεστίου και του Ιασίου. Παρατάσσονται και πέφτουν μέχρις ενός.

Όταν ο Υψηλάντης περνάει τα σύνορα και παραδίδεται στους Αψβούργους, τον ακολουθεί πιστός μέχρι θανάτου ο Λασσάνης.

Μένει έξη χρόνια φυλακισμένος μαζί με τον Πρίγκηπα στο φρούριο Μόχατς. Μετά την αποφυλάκισή τους τον ακολουθεί στη Βιέννη όπου ο Υψηλάντης πεθαίνει το 1828 και, τότε, ο Λασσάνης κατέρχεται στη μαχομένη Ελλάδα υπηρετώντας την Πατρίδα μέχρι το τέλος.

Εντωμεταξύ οι δύο Μακεδόνες πολέμαρχοι του Υψηλάντη συνεχίζουν τον αγώνα τους στις Ηγεμονίες όλο το καλοκαίρι.

Ο επίλογος γράφεται στα Καρπάθια, στο Μοναστήρι του Σέκου. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, όταν πια η αντίσταση έχει καταρρεύσει μαζί με το οχυρό υπό τα στίφη των αντιπάλων, βάζει φωτιά στα τόπια και ανατινάζεται ζωντανός μαζί με τους φίλους και τους εχθρούς. Είναι το πρώτο ελληνικό ολοκαύτωμα του Εικοσιένα.

Και είναι μακεδονικό. Θα ακολουθήσουν και άλλα, στη Νιάουστα και στην Κασσάνδρα.

Ο Γιάννης Φαρμάκης πιστεύει στην μπέσα των Τούρκων και παραδίδεται. Στέλνεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον γδέρνουν ζωντανό.

Το επαναστατικό κίνημα του Ελληνισμού στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αποτυγχάνει, αλλά η ιδέα της Ελευθερίας τρέχει πια σαν τη φλόγα στο ξερό χορτάρι.

Στο Μοριά στήνονται τα πρώτα τρόπαια κατά βαρβάρων και πέφτει η Τριπολιτσά. Η Ρούμελη έχει γίνει πεδίο αγώνα και νίκης απ’ άκρη σ’ άκρη. Το Μεσολόγγι ελευθερώνεται και πορεύεται προς τη μοίρα του ως ιερόν σφάγιον.

Τα νησιά του Αιγαίου ανοίγουν τις στέρνες με τα φλωριά, ανοίγει και ο στόλος πανιά. Το Γένος μεθάει με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα. Ένας Μακεδόνας είναι ήδη εκεί, ο Νικόλαος Κασομούλης, και βλέπει και καταγράφει.

Θα είναι ο αυθεντικός ιστορικός του Μεγάλου Αγώνα -και ταυτόχρονα ο πολεμιστής. Στην Τριπολιτσά ικετεύει να του δώσουν μια μερίδα πολεμικά λάφυρα για την επανάσταση στη Μακεδονία. Δεν του δίνουν ούτε ένα τουφέκι.

Η Μακεδονία, βαριά φορτωμένη στρατεύματα των Οθωμανών, εισέρχεται στον Αγώνα.

Είναι η σπονδυλική στήλη της Αυτοκρατορίας και η μοναδική γέφυρα του οθωμανικού στρατού προς τη Νότιο Ελλάδα γιατί το Αιγαίο ελέγχει ο ελληνικό στόλος. Πρέπει, συνεπώς, να συγκρατήσει με το κορμί της τις οθωμανικές στρατιές που ο Σουλτάνος πέμπει για να καταπνίξουν την Εθνεγερσία στη Ρούμελη και στον Μοριά.

Αυτοθυσιάζεται αλλά διασώζει την Εθνεγερσία των Νοτίων Ελλήνων αδελφών της. Ο αγώνας της, από τη φύση των πραγμάτων, πραγματώνεται σε τρία αλλεπάλληλα στάδια.

Στο πρώτο στάδιο επαναστατεί η Χαλκιδική, το Άγιον Όρος και η λεπτή ενδοχώρα από τη Θεσσαλονίκη και τον Λαγκαδά μέχρι τα παράλια του Στρυμονικού κόλπου και τη Νιγρίτα. Στο δεύτερο στάδιο επαναστατεί η Νιάουστα, το 1822, κι όλη η περιοχή της.

Στο τρίτο στάδιο οι Μακεδόνες μάχονται στη Νότια Ελλάδα μέχρι την τελική νίκη. Πολεμούν και πέφτουν στο Μεσολόγγι και στα Ψαρά, στην Εύβοια και στο Τρίκερι, στη Ρούμελη και στο Μοριά, μέχρι την Κρήτη.

Ο Εμμανουήλ Παππάς είναι βαθύπλουτος έμπορος και τραπεζίτης, γιος παπά από τη Δοβίστα Σερρών, που φέρει τώρα το όνομά του.

Είχε ένδεκα παιδιά: οκτώ γιους και τρεις θυγατέρες. Έδωσε στον Αγώνα για το Έθνος όλα τα πλούτη του, τα τρία ενήλικα αγόρια του και τη ζωή του.

Η γυναίκα του, οι επιζήσαντες γιοί του και οι τρεις θυγατέρες του μαρτύρησαν δώδεκα χρόνια στις φυλακές των Οθωμανών και, όταν ήλθε η λευτεριά, δεν είχαν ούτε ψωμί -αυτοί οι βαθύπλουτοι Μακεδόνες.

Σώζονται οι εκκλήσεις τους προς το πρώτο ελεύθερο Κράτος για βοήθεια.

Με εντολή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη ο Εμμανουήλ Παππάς αρματώνει το καράβι του Θρακιώτη Χατζή Βισβίζη, το φορτώνει όπλα από την Πόλη κρυφά και φτάνει στις 23 Μαρτίου 1821 στο Άγιον Όρος, στη Μονή Εσφιγμένου, όπου οι ηγούμενοι των Ιερών Μονών τελούν μυσταγωγική λειτουργία, θέτουν το Γένος υπό την σκέπην της Θεοτόκου και κηρύσσουν την Επανάσταση της Μακεδονίας.

Τον Μάϊο οι πρόκριτοι του Πολυγύρου υψώνουν τη σημαία της Επαναστάσεως. Ξεσηκώνεται όλη η Χαλκιδική.

Τα χωριά της Βορείου Χαλκιδικής ονομάζονται Μαντεμοχώρια γιατί παράγουν ασήμι και γι’ αυτό ζουν υπό καθεστώς αυτονομίας.

Το Άγιον Όρος επίσης είναι αυτόνομο. Εντούτοις, όσοι ακριβώς είναι ελεύθεροι, επαναστατούν πρώτοι, για να φέρουν την ελευθερία σ’ όλο το Έθνος.

Είναι ένα υψηλό δείγμα μακεδονικού φρονήματος και αυτοθυσίας.

Στη Θεσσαλονίκη ο Γιουσούφ μπέης συλλαμβάνει όλους τους προκρίτους και, μόλις παρουσιάζονται στον μέσα Θερμαϊκό τα πρώτα ψαριανά καράβια με τον Κασομούλη, τους κρεμάει όλους από τον πλάτανο της Αγια-Σοφιάς και από τα τσιγκέλια στα χασαπιά στο Καπάνι.

Στο μεταξύ οι Χαλκιδικιώτες της Σιθωνίας και της Κασσάνδρας, με παλληκάρια της Συκιάς υπό τον καπετάν Γιάννη Χάψα, κατηφορίζουν απ’ τον Πολύγυρο και τη Γαλάτιστα και προχωρούν ατρόμητα να πατήσουν τη Θεσσαλονίκη, τη Συμβασιλεύουσα.

Φτάνουν μέχρι τη σημερινή Ανωτέρα Σχολή Πολέμου, στα πρόθυρα της πόλης.

Το κύριο σώμα παρατάσσεται έξω από τα Βασιλικά, κάτω από την πατριαρχική Μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας. Εκεί χυμάει το τουρκικό ιππικό των σπαχήδων και τους σφάζει μέχρις ενός. Είναι τα Συκιωτάκια.

Από τα ανατολικά εκστρατεύει με πολυπληθές τακτικό στράτευμα ο Μπαϊράμ πασάς με προορισμό τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη. Φτάνει στα στενά της Ρεντίνας, το πέρασμα προς τη Χαλκιδική και τον κάμπο της Βόλβης-Λαγκαδά όπου οι Μακεδόνες δίδουν απεγνωσμένη μάχη, αλλά σαρώνονται. Ο Μπαϊράμ πασάς ανοίγει το στράτευμα σε λαβίδα.

Ένα σκέλος του προχωράει, μέσω Σταυρού και Ολυμπιάδας,, προς τη Χερσόνησο του Άθω, το Άγιον Όρος, φτάνει στα πρόθυρα της μοναστικής Πολιτείας και καταστρέφει συθέμελα την Ιερισσό, περνώντας εν στόματι μαχαίρας όλον τον άρρενα πληθυσμό.

Κάθε Δεύτερη Μέρα του Πάσχα στην Ιερισσό, σ’ ένα ψηλό αλώνι πάνω από τη γαλανή θάλασσα, τα παλληκάρια και οι νιές χορεύουν τον θρηνώδη Καγκελευτό Χορό:

Στου Μαυρινού τ’ αλώνι το μαρμαρινό

παίζει ο Ήλιος αμάδα με το νιο.

Ένας προς ένα οι χορευτές προσέρχονται κάτω από τον ζυγό και πέφτουν υπό τα γιαταγάνια των Τούρκων.

Οι γυναίκες πουλιούνται στα σκλαβοπάζαρα.

Το άλλο σκέλος της λαβίδας του Μπαϊράμ πασά προχωράει στον κάμπο της Βόλβης, ανατολικά της Θεσσαλονίκης, αφανίζει την Παζαρούδα και ανεβαίνει στον Χολομώντα δηλώνοντας από τα θεμέλια τα Ζερβοχώρια και τα Μαντεμοχώρια.

Τον Ιούλιο 1821 ο Μπαϊράμ πασάς αναφέρει του στον ιεροδίκη Βεροίας:

Ανεχώρησα εκ Μικράς Ασίας μετά πολλών στρατευμάτων κατευθυνόμενος εις Λάρισαν και εκείθεν εις Πελοπόννησον.

Επειδή, όμως, οι ραγιάδες πέριξ του κόλπου του Σάρρου έδει να επαναφερθούν εις την τάξιν, εχρονοτρίβησα. Ακολούθως, επειδή οι ραγιάδες (…) είχον επαναστατήσει, επέδραμον μετά του γενναίου στρατού μου κατά των περιοχών Καλαμαριάς, Παζαρούδας, Σιδηρόπορτας, Πολυγύρου, Κασσάνδρας, Κίτρους και Κατερίνης ένθα καταπολεμήσας τους απίστους απήλειψα από προσώπου της γης 42 πόλεις και χωρία αυτών.

Παρ’ όλα αυτά η εξέγερση στη Χαλκιδική δεν είχε κατασταλεί μέχρι τον Σεπτέμβριο 1821.

΄Ετσι τον Νοέμβριο 1821 ο Σουλτάνος πέμπει από την Ανατολή νέα στρατιά υπό τον Μεχμέτ Εμίν πασά, τον επικαλούμενο Εμπού Λουμπούτ γιατί οι άνδρες του συντρίβουν με ρόπαλα τα κρανία των αμάχων.

Όλη η αντίσταση της Χαλκιδικής περιορίζεται πλέον στο στενό της Κασσάνδρας, στον πορθμό της ιστορικής Ποτίδαιας, όπου οι Μακεδόνες αντιστέκονται ολομόναχοι μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1821.

Επέρχεται εναντίον τους ο Μεχμέτ Εμίν πασάς, ο επονομαζόμενος Εμπού Λουμπούτ, «ροπαλοφόρος», γιατί τα στρατεύματά του και οι μπασιμπουζούκοι λιώνουν με ρόπαλα το κεφάλι των αμάχων.

Η αντίσταση συντρίβεται, οι υπερασπιστές πέφτουν επί των προμαχώνων. Πέντε χιλιάδες γυναικόπαιδα, που κατέφυγαν στο Άγιον Όρος, αποπλέουν για τα νησιά Σκιάθο και Σκόπελο.

Η Μοναστική Πολιτεία συνθηκολογεί πληρώνοντας βαρύτατα λύτρα.

Ο Εμμανουήλ Παππάς παίρνει το καράβι για τραβήξει στην Ύδρα, αλλά στον δρόμο δεν αντέχει η μεγάλη καρδιά του· σπάζει, και πεθαίνει εν πλω.

Οι τέσσερις ενήλικοι γιοι του συνεχίζουν τον Αγώνα στη Ρούμελη και το Μοριά. Από τους τέσσερις πέφτουν στον Αγώνα οι τρεις. Ο Ιωάννης πέφτει στο Μανιάκι στο πλευρό του Παπαφλέσσα.

Ο Αθανάσιος αιχμαλωτίζεται πολεμώντας στην Αταλάντη και αποκεφαλίζεται στη Χαλκίδα. Και ο Νικόλαος πέφτει στο Καματερό.

Αλλά το έπος -και το δράμα- δεν έχει λήξει. Υπάρχει και η Νάουσα, επίσης αυτόνομη πόλη.

Τον Φεβρουάριο του 1822, αφού ήδη είχε καταστραφεί η Χαλκιδική, ο Λογοθέτης της άρχοντας Ζαφειράκης υψώνει τη σημαία της Επαναστάσεως στην πλούσια και αυτόνομη αυτή μακεδονική μητρόπολη.

Μέσα και γύρω στην πόλη, στο Βέρμιο, έχουν συναχθεί όλοι οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί: ο γερο-Καρατάσος με τον γιο του Τσάμη, ο μεγαλύτερος στρατηγός της Μακεδονίας, ο Αγγελής Γάτσος από τη Σαρακήνα της Εδέσσης με τον αδελφό του Πέτρο, ο Καραμήτρος από το Μπλάτσι, ο Ιωάννης Παπαρέσκος από την Καστοριά και οι αδελφοί Ραμαντάνη και Σιούγγαρη βρίσκονται εκεί με τα επαναστατικά σώματά τους. Αρχηγός από τη Φιλική Εταιρεία έχει ορισθεί ο Γεώργιος Σάλας, που όμως δεν φτάνει ποτέ από το Βέρμιο.

Άλλες δυνάμεις ελέγχουν το πέρασμα της Καστανιάς και του Αλιάκμονα ποταμού. Ο Όλυμπος και τα Πιέρια βρίσκονται σε συνεχή επανάσταση.

Οι Μακεδόνες επαναστάτες συγκρούονται με τον Κεχαγιά μπέη της Βεροίας έξω από τη Μονή της Παναγιάς του Δοβρά και τον συντρίβουν.

Αλλά επέρχεται ο φοβερός Μεχμέτ Εμίν πασάς από τη Θεσσαλονίκη άγοντας 13.000 τακτικό στρατό με ιππικό και πυροβολικό και 7.000 μπασιμπουζούκους ατάκτους.

Οι Μακεδόνες υπερασπίζονται τη Νάουσα επί εβδομάδες ηρωικά, αλλά κάποτε οι ολιγάριθμες γραμμές τους σπάζουν εμπρός στον όγκο του αντιπάλου.

Μέσα Απριλίου, γιορτές Πάσχα 1822, οι Τούρκοι μπαίνουν στη πόλη.

Δεν αφήνουν τίποτε όρθιο. Στον πύργο του Ζαφειράκη οι 500 τελευταίοι υπερασπιστές πέφτουν μέχρις ενός. Οι γυναίκες της Νάουσας υποχωρούν φεύγοντας προς τους καταρράκτες και στη θέση Ζντουμπάνοι πιάνονται στο χορό και μια μια πέφτουν στο βάραθρο της Αράπιτσας, επαναλαμβάνοντας το Χορό του Ζαλόγγου.

Πενηνταέξι χρόνια αργότερα οι Μακεδόνισσες θα επανελάμβαναν τον ίδιο χορό του θανάτου και της δόξας στο Μοναστήρι των Αγίων Πάντων, κατά την Επανάσταση του 1878.

Ο Εμπού Λουμπούτ δηώνει τη Νάουσα και καταστρέφει από τα θεμέλια εκατόν είκοσι χωριά και κωμοπόλεις της περιοχής.

Τα σκλαβοπάζαρα της Θεσσαλονίκης γεμίζουν γυναικόπαιδα, που πουλιούνται στη Μπαρμπαριά. Οι περιγραφές είναι σπαρακτικές: έβαζαν γυναίκες και παιδιά μέσα σε ένα τσουβάλι όπου έριχναν αγριεμένες γάτες, που καταξέσχιζαν τους ανθρώπους.

Χαλάστηκεν η Νιάουστα μαζί με την Κασσάνδρα.

Λουμπούτ πασιάς τις πάτησε, τις ρήμαξαν Κονιάροι.

Έτσι τραγουδάει ακόμη, στα δημοτικά μοιρολόγια του, ο μακεδονικός Ελληνισμός την καταστροφή.

Παρ’όλα αυτά ο Εμπού Λουμπούτ πασάς δεν κατορθώνει να κατέλθει στη Ρούμελη. ΄Ολο το καλοκαίρι του 1822 μένει καθηλωμένος στη Μακεδονία την οποία συνεχίζει να αφανίζει συστηματικά.

Ο Φρανσουά-Μαρί Μποτύ, Πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, σημειώνει στις 9 Ιουλίου 1822:

Ο πασάς συνεχίζει με επιμονή το σύστημα της λεηλασίας (..) Καταστρέφοντας οικονομικά τους ΄Ελληνες θέλει να τους αφαιρέσει για πάντα κάθε πόρο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον των Τούρκων.

Αλλά ο αγώνας των Μακεδόνων συνεχίσθηκε.Οι Καρατάσοι, ο Αγγελής Γάτσος, ο Κασομούλης κι όσοι άλλοι καπετάνιοι και παλληκάρια δεν έπεσαν στη Νάουσα, πέρασαν τα βουνά, διέσχισαν μαχόμενοι τη Θεσσαλία και μπήκαν στον Ασπροπόταμο, στο αδούλωτο αρματολίκι του Νικόλα Στορνάρη, που κατεβαίνει με όλα τα βλαχοχώρια κατά μήκος του ποταμού ανάμεσα Θεσσαλία-Ήπειρο.

Έτσι οι Μακεδόνες συνέχισαν μέχρι τέλους τον πόλεμο.

Δεν πολεμούσαν πια για το σπίτι τους, τη φαμίλια τους, τον τόπο τους. Αυτά τα ‘χαν θυσιάσει. Πολεμούσαν για το Γένος, για τα αδέρφια τους. Είναι κι αυτό μια απόδειξη του ακατάλυτου εθνικού δεσμού ανάμεσα στους Μακεδόνες και στη Νότια Ελλάδα.

Στο Μεσολόγγι, αντίκρυ στον Ιμπραήμ, ελεύθεροι πολιορκημένοι παρατάχθηκαν στις τάπιες οι Μακεδόνες και, όσοι δεν έπεσαν, πήραν μέρος στην Έξοδο, που δεν έχει το προηγούμενό της στην παγκόσμια Ιστορία.

Ο Νικόλαος Κασομούλης, ο ιστορικός της Επαναστάσεως, ήταν εκεί στο Μεσολόγγι με τον αδερφό του, γραμματικός του καπετάν Νικόλα Στορνάρη. Γράφει:

Εις την φωτιάν αυτήν ενεθυμήθην την Παναγίαν και είπα: «Παναγιά μου, φύλαξέ μας».

Από τον προμαχώνα της ακρογιαλιάς είδα τον αδελφόν μου Μήτρον ορμούντα με το χέρι στα μάτια και με το άλλο στο γιαταγάνι. Και έκτοτε δεν τον ματαείδα. Ήτον είκοσι χρονών τότες.

Στα Ψαρά το μέγιστο μέρος των υπερασπιστών αποτελούσαν οι Μακεδόνες στεριανοί αποφασισμένοι που είχαν φτάσει στο να το κρατήσουν με κάθε θυσία νησί. Οι θαλασσινοί μπήκαν στα πλεούμενά τους και εγκατέλειψαν το νησί.

Οι Μακεδόνες θυσιάσθηκαν όλοι. Μακεδόνες είναι τα λαμπρά παλικάρια που τιμά ο εθνικός ποιητής:

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

περπατώντας η Δόξα μονάχη

μελετά τα λαμπρά παλικάρια

και στην κόμη στεφάνι φορεί

γινωμένο από λίγα χορτάρια

που είχαν μείνει στην έρημη γη.

Παντού όπου δόθηκε μεγάλη, κρίσιμη μάχη, παντού όπου στάθηκε η Δόξα και η Ιστορία, εκεί ήσαν πάντοτε Μακεδόνες: στο Μανιάκι και στο Μεσολόγγι, στο Φάληρο της Αθήνας και στα Ψαρά. Παντού όπου Ελλάδα, εκεί και Μακεδονία.

Ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει με ευγνωμοσύνη πως ο μόνος που κατήλθε επιτυχώς και ανέκοψε την καταστροφική πορεία του Ιμπραήμ πασά στο Μοριά ήταν ο γερο-Καρατάσος, που νίκησε τους Αιγυπτίους στον Σχοινόλακκο της Μεσσηνίας.

Όταν μετά τόσο μακεδονικό αίμα ιδρύθηκε το πρώτο ελεύθερο Ελληνικό Κράτος οι Μακεδόνες αγωνιστές κηρύχθηκαν ετερόχθονες.

Έτσι δεν είχαν δικαίωμα στις εθνικές γαίες που οι ίδιοι είχαν ποτίσει με το αίμα τους και είχαν σπείρει με τους νεκρούς τους.

Έμειναν μόνοι χωρίς μια σπιθαμή τόπο, δίχως εστία, μακριά απ’ τον γενέθλια γη τους. Αργότερα ο Βασιλιάς Όθων τους παρεχώρησε έναν τόπο στην Αταλάντη να ζήσουν.

Εκεί ο Μακεδών βαρώνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος από το Μπλάτσι τους έκτισε με δικό του χρήμα τον οικισμό που αυτοί τον ονόμασαν Νέα Πέλλα. Υπασπιστής του Όθωνος ορίσθηκε ο Τσάμης Καρατάσος.

Νικόλαος Ι. Μέρτζος

Πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών

Δημοσιογράφος και συγγραφέας